ομφακός

ομφακός
ὀμφακός, ὁ (Α)
ὄμφαξ*, άγουρο σταφύλι, αγουρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀμφακός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμφακος — ὄμφαξ unripe grape fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφακοῦ — ὀμφακός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …   Dictionary of Greek

  • υγιής — ές / ὑγιής, ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, ές, Α 1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός 2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”